Στο πλαίσιο των webinars series που πραγματοποιεί για τη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού η Endeavor Greece, διοργάνωσε σε συνεργασία με την Τράπεζα Πειραιώς διαδικτυακή συζήτηση με τίτλο: «Το Μέλλον του Αγροδιατροφικού Τομέα στην Μετά Covid-19 Εποχή: Προκλήσεις και Ευκαιρίες Καινοτομίας» την Τετάρτη 3 Ιουνίου.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, όπως τους έχει διαμορφώσει η πανδημία, αλλά και το ποσοστό ετοιμότητας για ό,τι καινούργιο έρχεται. Με τα δεδομένα να είναι αβέβαια και το σχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα να βρίσκεται υπό συνεχή αναδιαμόρφωση, οι συμμετέχοντες εξέθεσαν τους προβληματισμούς τους, αλλά και την αισιοδοξία τους για το μέλλον του αγροδιατροφικού κλάδου στην Ελλάδα.
Στο webinar συμμετείχαν οι Αλκιβιάδης Αλεξάνδρου, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Αγροτικής Τραπεζικής στην Τράπεζα Πειραιώς, Δημήτρης Ευαγγελόπουλος, Ιδρυτής και General Manager της Augmenta, Στυλιανός Θεοδουλίδης, Γενικός Διευθυντής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Βέροιας Venus Growers, Κωνσταντίνος Μπαγινέτας, Γενικός Γραμματέας υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Σωτήρης Μπαντάς, CEO της Centaur Analytics, υπό το συντονισμό της εκδότριας και αρχισυντάκτριας της αθηΝΕΑς Μαριάννας Σκυλακάκη.
Προλογίζοντας τη συζήτηση, η Μαριάννα Σκυλακάκη αναφέρθηκε στην κρίση που βιώνουμε, η οποία μας έδειξε πόσο ευάλωτες είναι οι οικονομίες μας σε εξωγενείς κινδύνους, πόσο συνδεδεμένος είναι ήδη ο πλανήτης μας, αλλά και πόσο εύθραυστη είναι η δική μας παρουσία σε αυτόν, όταν δεν σεβόμαστε το φυσικό περιβάλλον. «Για τον αγροδιατροφικό κλάδο, η ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας, η αξία της πιστοποίησης, αλλά και της καινοτομίας έρχονται σε πρώτο πλάνο. Την ίδια στιγμή, η συνειδητοποίηση ότι η υπερ-εξάρτηση από τον τουρισμό -τη λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας- μπορεί να αποδειχθεί προβληματική, είναι σε θέση να αναβιώσει το ενδιαφέρον -επιχειρηματικό, επενδυτικό, τεχνολογικό- για άλλους κλάδους, ιδιαίτερα όσους έχουν σοβαρά περιθώρια δυναμικής ανάπτυξης όπως ο αγροδιατροφικός», επισήμανε χαρακτηριστικά.
Σε μια πρώτη αποτίμηση της κατάστασης, ο Αναπληρωτής Διευθυντής Αγροτικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς Αλκιβιάδης Αλεξάνδρου σημείωσε ότι τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα άντεξαν, υπό την έννοια ότι επηρεάστηκαν λιγότερο από την κρίση αυτή, ενώ ανέδειξε την ανάγκη συνεργασίας των διαφορετικών μερών που διαμορφώνουν τον κλάδο, καθώς «αν ένας κρίκος σπάσει, παρασύρει όλη την αλυσίδα». Αναφέρθηκε επίσης στις δυνατότητες που διαμορφώνονται από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στη σημασία που θα έχει πια η απόδοση επί της αγροτικής ιδιοκτησίας και όχι η αγροτική ιδιοκτησία καθεαυτή – μια στροφή για την οποία οφείλουμε να προετοιμαστούμε.
«Στην πράξη, ενώ φαινόταν ως τέτοια, τελικά δεν ήταν μια καταστροφή», διαπίστωσε για την πανδημία σε ό,τι αφορά τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα ο Στυλιανός Θεοδουλίδης της Venus Growers, επισημαίνοντας τις ευκαιρίες που δημιουργούνται πάντα από μια κρίση. Στην τοποθέτησή του επέμεινε στα θετικά, όπως το κλίμα εμπιστοσύνης που διαμορφώθηκε από τη μεριά των καταναλωτών και η τεράστια ευκαιρία που δημιουργεί για τη χώρα η καλή διαχείριση της πανδημίας, ευνοώντας από πλευράς branding το σύνολο των ελληνικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των αγροδιατροφικών. Σημείωσε ωστόσο ότι στην παγκόσμια αγορά υπάρχουν τάσεις για νέο κύμα προστατευτισμού, ενώ πρέπει να αποφευχθούν από πλευράς μας λάθη του παρελθόντος, όπως η ανταπόκριση μόνο στην ευκαιριακή ζήτηση, καθώς έτσι θα πληγεί η αξιοπιστία των παραγωγών και των προμηθευτών. «Η απειλή έρχεται από τέτοια λάθη. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε ευκαιριακές ζητήσεις», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο Δημήτρης Ευαγγελόπουλος της Augmenta χαρακτήρισε «δύσκολη» την περίοδο της πανδημίας, καθώς δημιούργησε αβεβαιότητα στην αγορά και στις επιχειρήσεις που μπήκαν σε «κατάσταση επιβίωσης». «Αναγνωρίσαμε όμως ότι είναι μια ευκαιρία για εμάς να βελτιώσουμε την online παρουσία μας και κάναμε έναν μαζικό επανασχεδιασμό για να στηρίξουμε τους πελάτες μας», συμπλήρωσε, ενώ αναφέρθηκε και στη θετική ανταπόκριση των πελατών της Augmenta, που έμειναν στο σπίτι και αφιέρωσαν χρόνο στον υπολογιστή, ενημερώθηκαν και ρώτησαν για τεχνολογικά προϊόντα που είναι σε θέση να κάνουν τη διαφορά στην παραγωγική τους διαδικασία.
Από την πλευρά του, ο Σωτήρης Μπαντάς της Centaur Analytics επέμεινε στην ανάγκη για εξωστρέφεια, σημειώνοντας ότι και ο κλάδος της αγροδιατροφης και η τεχνολογία μπορούν να είναι εξίσου εξωστρεφείς δραστηριότητες. Περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η χρήση της τεχνολογίας μείωσε τις απώλειες από την κρίση της πανδημίας, κάνοντας τους παραγωγούς πιο ανθεκτικούς. «Συνδέουμε τη δυνατότητά μας να παράγουμε ΑΕΠ, με τη δυνατότητά μας να παράγουμε προϊόντα στον αγρό μας», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ έδωσε έμφαση και στο πλεονέκτημα που έχει η χώρα μας στην ανάπτυξη τεχνολογιών για την αγροδιατροφή, δεδομένου ότι είναι σε θέση να εφαρμόσει και να πειραματιστεί με καινοτόμες νέες μεθόδους πάνω στο δικό της πρωτογενή τομέα.
Ο Κωνσταντίνος Μπαγινέτας, Γενικός Γραμματέας Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, παρέμεινε στο ίδιο μήκος κύματος, μιλώντας για τη σημασία της αξιοπιστίας και το «πρόσωπο» που είχε ο πρωτογενής τομέας εν μέσω κρίσης στην κοινωνία. Αναφέρθηκε εκτενώς στα αριθμητικά δεδομένα που καταδεικνύουν πού βρίσκεται ο αγροδιατροφικός κλάδος στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, όπως η μέση καλλιεργήσιμη έκταση ανά παραγωγό που είναι 6 εκτάρια, ενώ στην ΕΕ φτάνει τα 160, με το μέσο εισόδημα των αγροτών να βρίσκεται στις €11.000 ετησίως, ενώ στην Ευρώπη φτάνει τις €35.000. Κατέστησε αναγκαία την απεξάρτηση από τη μονοκαλλιέργεια και επανέλαβε την ανάγκη για ορθολογική διανομή και εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα. Σκιαγράφησε το προφίλ του Έλληνα αγρότη με τη μέση ηλικία να είναι τα 57 έτη και ένα ποσοστό που δεν ξεπερνά το 3,5% να είναι έως 34 ετών. «Η ηλικία συνδέεται με τη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων και τεχνολογίας, ενώ μόλις το 6,8% των ‘επικεφαλής’ σε μια αγροτική καλλιέργεια έχει βασική εκπαίδευση στον κλάδο, με το ποσοστό στην Ευρώπη να είναι 32%.»
«Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες, όμως δεν έχουμε πάντα το χρόνο και την ψυχραιμία να αντιδράσουμε σε αυτές, αλλάζοντας εγκαίρως τον σχεδιασμό μας», ανέφερε η κ. Σκυλακάκη. Με αυτό το δεδομένο, ρώτησε τους συμμετέχοντες σε τι βαθμό άλλαξε ο δικός τους σχεδιασμός, ανταποκρινόμενος στις αλλαγές που έφερε η κρίση, αλλά και στις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπισή της. Αποτιμώντας τα πεπραγμένα τους στη διάρκεια των μηνών που μεσολάβησαν, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στις κινήσεις στις οποίες προέβησαν, αλλά και στις αλλαγές που χρειάστηκε να κάνουν για να ανταποκριθούν με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο στις νέες συνθήκες.
Ο κ. Αλεξάνδρου τόνισε ότι η Τράπεζα Πειραιώς παράμεινε μεν στο μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό της, όμως προέβη και σε διορθωτικές ενέργειες, με δεδομένη τη νέα κατάσταση. Προσέγγισε τους πελάτες της με σκοπό να κατανοήσουν οι άνθρωποι της τράπεζας άμεσα τις νέες ανάγκες που δημιουργήθηκαν και να «βγουν μπροστά» σε ό,τι αφορά το ζήτημα της περιορισμένης ρευστότητας, αντί να το περιμένουν να συμβεί. Αναφέρθηκε στην έγκριση 500 εκατ. ευρώ για το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο έχει ήδη δεχτεί πάνω από 15.000 αιτήσεις, με την Τράπεζα Πειραιώς να έχει έτοιμο το μηχανισμό της για άμεσες επενδύσεις μέσα στο 2020.
Ο κ. Ευαγγελόπουλος περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η Augmenta επένδυσε στη βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας με τους πελάτες, καθώς τα ταξίδια, τα οποία αποτελούσαν βασικό μέρος της διαδικασίας πωλήσεών της, απαγορεύτηκαν στο πλαίσιο μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας. Η πιο δύσκολη απόφαση ήταν να στραφούν εγκαίρως σε αγορές με τις οποίες δεν υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας, δηλαδή αγγλόφωνες χώρες ή έστω ευρωπαϊκές, διότι ήταν δύσκολο να κατασκευαστούν user manuals σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα στα ισπανικά ή τα πορτογαλικά, για τις αγορές της Λατινικής Αμερικής.
Ο κ. Θεοδουλίδης διαπίστωσε ότι ενισχύθηκε η ανάπτυξη του συνεταιρισμού και του καθετοποιημένου μοντέλου. «Τρέξαμε πιο γρήγορα στον σχεδιασμό μας και ελλείψει εργατικών χεριών, προωθούμε τον περιορισμό της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία με προγράμματα αυτοματισμού και προγράμματα επικοινωνίας με τους αγρότες για να αυξηθεί η παραγωγή.» Διαπίστωσε ότι μια πιο ευέλικτη παραγωγική διαδικασία θα ακολουθήσει τις ανάγκες της αγοράς όπως ορίζονται σήμερα.
Ο κ. Μπαγινέτας διευκρίνισε ότι το πλάνο του υπουργείου δεν επηρεάστηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν οι ανάγκες. Το αγροτικό πρόγραμμα συνεχίστηκε και εμπλουτίστηκε με σχέδια νόμου, ενώ υπήρξε συνεργασία σε 2 επίπεδα, με την ΕΕ και με τον επικεφαλής υπουργό, «πυκνώνοντας την επικοινωνία με ανθρώπους των διαφόρων κλάδων, ώστε να δούμε τις ζημιές σε συνεργασία με τα υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομικών». Έγινε μεγάλη προσπάθεια να ολοκληρωθούν με ταχύτητα οι συνδεδεμένες ενισχύσεις και να δοθούν τα χρήματα για την υλοποίηση σχεδίων σε κλάδους, όπως η αλιεία και η ιχθυοκαλλιέργεια. «Πιέσαμε συγκεκριμένα μέτρα να τρέξουν, προκειμένου να πάρουν χρήματα οι αγρότες που είχαν καταθέσει φακέλους και να υλοποιήσουν σχέδια επένδυσης και μεταποίησης. Είμαστε οι δεύτεροι πίσω από την Ιταλία στην έγκριση χρημάτων, καθώς στείλαμε αξιόπιστα και γρήγορα τα στοιχεία για τους κλάδους που επλήγησαν.»
Ο κ. Μπαντάς συμφώνησε με τους υπόλοιπους συνομιλητές ότι «οι κρίσεις λειτουργούν σαν καταλύτες και είδαμε αλλαγές να γίνονται στο fast forward», ενώ αναφέρθηκε σε ιδέες που ήταν στο συρτάρι και πήραν άμεση προτεραιότητα. Συμφώνησε με τον κ. Θεοδουλίδη στο ζήτημα της έλλειψης εργατικών χεριών και ότι αυτό αντιμετωπίζεται με την απομακρυσμένη παρακολούθηση. «Ο εκσυγχρονισμός και η τεχνολογία έγιναν must-have, από nice-to-have», ανέφερε χαρακτηριστικά. Τέλος, διαπίστωσε ότι η ψηφιακή ορατότητα στην παραγωγή, η αυξημένη αποδοτικότητα και τα χρηματοδοτικά εργαλεία θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη και το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον αγροδιατροφικό τομέα.
Στην τελευταία ενότητα της συζήτησης, η κ. Σκυλακάκη ρώτησε τον κ. Αλεξάνδρου για τον τρόπο διοχέτευσης των, προς επένδυση, ποσών στον αγροδιατροφικό τομέα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην άμεση εφαρμογή προγραμμάτων όπως η αναστολή δόσεων, το πρόγραμμα κεφαλαίου κίνησης, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και το ταμείο εγγυοδοσίας. Τόνισε την ανάγκη «να πάμε σε πιο εξειδικευμένα προϊόντα για τη συμβολαιακή γεωργία και κτηνοτροφία με συνένωση δυνάμεων». Το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η εξαγωγική συμβολαιακή παραγωγή, με την υποστήριξη της τράπεζας και με την πρακτική του factoring. Ακόμα, δεν παρέβλεψε να προτείνει την ένταξη των αγροτών στην παραγωγή ενέργειας, ούτως ώστε να μειωθεί το κόστος τους και να υπάρξει μια παράλληλη ροή εισοδήματος. Υπενθύμισε ότι η Τράπεζα Πειραιώς έχει εξαιρετική γνώση του αγροδιατροφικού τομέα και αναφέρθηκε στην ανάγκη «να επιμείνουμε στους αγρότες, να χρηματοδοτήσουμε, να παρέμβουμε, να είμαστε εκεί».
Ερωτηθείς αν τα νέα τεχνολογικά εργαλεία που κυκλοφορούν στην αγορά είναι σε θέση να τα αγκαλιάσει και να τα αξιοποιήσει ο Έλληνας αγρότης και οι εργάτες γης, ο κ. Ευαγγελόπουλος διαπίστωσε ότι «είναι αρκετά δύσκολο να υιοθετηθούν, καθώς το πρόβλημα είναι η φιλοσοφία, η οποία εκφράζεται περισσότερο με το τι μπορώ να γλιτώσω στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, παρά με το πού να επενδύσω για να κερδίσω». Αυτή η νοοτροπία, ωστόσο, μπορεί να αλλάξει με τη σύμπραξη κράτους, τραπεζών και ιδιωτικών εταιρειών.
Ερωτηθείς αν υπάρχουν συνέργειες της αγροδιατροφής με άλλους κλάδους, όπως παραδείγματος χάριν, τον τουριστικό, που θα άξιζε να διερευνηθούν, ο κ. Θεοδουλίδης απάντησε ότι αυτό μπορεί και πρέπει να συμβεί. Διευκρίνισε ότι πλέον υπάρχουν περισσότεροι νέοι άνθρωποι στην καλλιέργεια -γεωπόνοι και λοιποί επιστήμονες- έτσι το προφίλ βελτιώνεται. Αυτό ευνοεί μια συζήτηση ανάμεσα στους δύο κλάδους -αγροδιατροφικό και τουριστικό- ώστε «να αναπτύξουμε συνέργειες με τον τουρισμό, διότι τώρα λειτουργούμε ανεξάρτητα από τις αγροδιατροφικές ανάγκες του». Διαπίστωσε δε, ότι «δεν μπορεί να είναι αγαπητά στο εξωτερικό τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και ο εγχώριος τουριστικός κλάδος να τα αγνοεί», με την παρούσα συγκυρία να είναι πάντως ευνοϊκή.
Σε ερώτηση της κ. Σκυλακάκη για τα κίνητρα που πρέπει να δοθούν από την πολιτεία, ο κ. Μπαγινέτας απάντησε ότι «η περίοδος είναι πλέον κατάλληλη για να θέσουμε νέες βάσεις» διότι «όλοι καταλάβαμε ότι ο πρωτογενής είναι μια αξία ανεκτίμητη στο χρόνο και στην ουσία». Συμφώνησε με τους υπόλοίπους ότι η νοοτροπία και η κουλτούρα είναι βασικά, δομικά στοιχεία και στα νέα δεδομένα υπάρχει ένας κουμπαράς και ένα πλήθος ενεργειών και προγραμμάτων όπως η νέα ΚΑΠ, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η ανάπτυξη του προγράμματος Leader, η συμφωνία για τη βιοποικιλότητα, η στρατηγική «από το χωράφι στο πιάτο». Μαζί με αυτά υπάρχει πλέον η καινοτομία, η τεχνολογία και η ενίσχυση των νέων αγροτών, ενώ έχουν γίνει συζητήσεις με τα άλλα υπουργεία για να φτιαχτεί ένα πλέγμα κινήτρων με γνώμονα τόσο την προστασία του περιβάλλοντος όσο και την ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού τομέα.
Αναφορικά με το τι προβληματίζει τις εταιρείες τεχνολογίας, ο κ. Μπαντάς απάντησε ότι βασικό πρόβλημα αποτελεί η ασφάλεια της χύδην μεταφοράς τροφίμων, καθώς «υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις, οπότε δεν γνωρίζουμε πού στοιβάχτηκαν αυτά τα προϊόντα, ιδίως στη Λατινική Αμερική και ποιος θα τα καταναλώσει». Τόνισε ότι η κρίση κατέδειξε ότι η αλυσίδα logistics δεν είναι τόσο εξελιγμένη όσο νομίζαμε, καθώς δεν υπήρχε ορατότητα για το πού βρίσκονται τα προϊόντα αυτά, ένα πρόβλημα η λύση του οποίου, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, θα μπορούσε να αποτελέσει επιχειρηματική ευκαιρία. Στο αν η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί σε hub ανάπτυξης νέων τεχνολογιών που δίνουν λύσεις σε όλη την αλυσίδα αξίας της αγροδιατροφής απάντησε με «ένα εμφατικό ναι». «Οι ελληνικές εταιρείες έχουν τις ικανότητες, το ανθρώπινο κεφάλαιο και την τεχνολογία» και μπορούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες απασχόλησης νέων ανθρώπων, σε συνάφεια με την παραγωγή.
Σαν αποφώνηση, ο κ. Αλεξάνδρου υπενθύμισε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε σε πράξεις για να μη χαθούν οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται, με τον κ. Θεοδουλίδη να σημειώνει τη σημασία του αγροτοδιατροφικού τομέα για τον άνθρωπο, κάτι που μας υπενθύμισε η πανδημία, προτείνοντας μια επανεξέταση του πού αξίζει να γίνουν επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Ο Κωνσταντίνος Μπαγινέτας ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τις καινοτόμες πρακτικές που περιελάμβαναν οι κατατεθειμένοι φάκελοι προς χρηματοδότηση, στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, ενώ πρόκρινε την πολυκαλλιέργεια, ώστε να μειωθεί το ρίσκο των αγροτών. Ο κ. Ευαγγελόπουλος αναφέρθηκε στην ανάγκη εντατικοποίησης της επικοινωνίας με τους Έλληνες αγρότες, καθώς η συσκευή της Augmenta βελτιώνει τις αποδόσεις και είχε μεγάλη ζήτηση στους επενδυτικούς φακέλους. Τέλος, ο Σωτήρης Μπαντάς ευχήθηκε για το μέλλον του αγροαδιατροφικού κλάδου στην Ελλάδα «να παράγουμε περισσότερα και να παράγουμε πιο έξυπνα».