Η συγκεκριμένη συνέντευξη αποτελεί μια από τις πολλές που μπορείτε να βρείτε στο Greek Tech Revolution report. Μπορείτε να βρείτε το report και να μείνετε συντονισμένοι στα κανάλια μας για ακόμα περισσότερες συνεντεύξεις από την έκδοση του 2020.
Ένα οικοσύστημα καινοτομίας δεν μεγαλώνει πάντα γραμμικά. Υπάρχουν στιγμές που η εξέλιξη έρχεται μέσα από «άλματα». Ένα τέτοιο άλμα μπορεί να συμβεί όταν το περιβάλλον σε μια χώρα αλλάζει δραστικά προς το καλύτερο, αγκαλιάζοντας την επιχειρηματικότητα. Άλματα όμως έρχονται και μέσα από την ανάδειξη ιστοριών επιτυχίας, που κάνουν πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε για να αλλάξουν τις πεποιθήσεις μας, το «αφήγημα», αλλά και τις προοπτικές της τεχνολογικής επιχειρηματικότητας.
Το ρητό «η επιτυχία γεννά επιτυχίες» χαρακτηρίζει και με το παραπάνω το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας, όπως διαπιστώνουμε με αισιοδοξία τα τελευταία χρόνια. Μόνο το 2020, στον τομέα των εξαγορών, είχαμε deals που ξεπέρασαν τα 470 εκ. ευρώ, υψηλότερο ποσό από ποτέ για τα ελληνικά δεδομένα. Καθώς το οικοσύστημα μεγαλώνει και ωριμάζει, καθώς χαρακτηρίζεται από όλο και περισσότερες επιτυχίες, είναι σε θέση να επιδράσει με πολλαπλασιαστικό τρόπο στην ευρύτερη οικονομία, συνεισφέροντας ενεργά στην ανάδειξη ακόμη περισσότερων success stories. Πρόκειται για έναν ενάρετο κύκλο μεγάλης αξίας που αξίζει να καταλάβουμε καλύτερα στην κομβική αυτή συγκυρία για το ελληνικό οικοσύστημα.
Καταρχήν, είναι χρήσιμο να δούμε την έννοια «επιτυχία» ως κάτι ευρύτερο από τα περίφημα “exits”. Η ανάπτυξη μιας εταιρείας, το αυξανόμενο αποτύπωμά της στην αγορά εργασίας, αλλά και η εξωστρέφεια και η καινοτομία που επιδεικνύει, είναι όλα στοιχεία επιτυχίας με πολλαπλάσια οφέλη. Την ίδια στιγμή, είναι σαφές ότι τα exits αποτελούν μια επιβεβαίωση και επιβράβευση αυτής της διαδικασίας, ενώ «εξάπτουν» τη φαντασία και το ενδιαφέρον του κοινού για το επιχειρηματικό οικοσύστημα με τρόπο μοναδικό.
Το 2020 λοιπόν, αν και υπήρξε μια δύσκολη χρονιά παγκοσμίως λόγω της πανδημίας, η Ελλάδα σημείωσε κάποιες σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο αυτό, οι οποίες αναλύονται στη συνέχεια της έκθεσης σε μεγαλύτερο βάθος. Πρόκειται για τις εξαγορές των InstaShop από την Delivery Hero, Softomotive από την Microsoft και Think Silicon από την Applied Materials – οι δύο πρώτες σε εξαιρετικά υψηλές αποτιμήσεις ρεκόρ και η τρίτη με εντυπωσιακό αποτύπωμα στο οικοσύστημα καινοτομίας της Πάτρας. Αυτές ήρθαν να προστεθούν στις εξαγορές εταιρειών τεχνολογίας όπως η Beat, η Innoetics, η efood, η Avocarrot και άλλες τα προηγούμενα χρόνια. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όλη αυτή η δραστηριότητα έχει προκύψει παρά το γεγονός ότι δέκα χρόνια πριν, το 2010, είχε σημειωθεί μόλις μία εξαγορά σε ολόκληρο το οικοσύστημα!
Τέτοιου είδους εξαγορές έχουν αξία για την ελληνική οικονομία για μια σειρά από λόγους. Καταρχήν, λειτουργούν ως φωτεινά παραδείγματα προς μίμηση, εμπνέοντας περισσότερους να εμπλακούν με την επιχειρηματικότητα, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο σε μια χώρα όπου η νοοτροπία ανάληψης επιχειρηματικού ρίσκου δεν είναι διαδεδομένη. Η εταιρεία Latona’s ανέλυσε στοιχεία του Global Entrepreneur Monitor, παρουσιάζοντας τους δέκα πρώτους λαούς που φοβούνται περισσότερο την αποτυχία. Στην τρίτη θέση της λίστας για το 2019 βρίσκονταν οι Έλληνες, εκ των οποίων ποσοστό 58% φοβάται την αποτυχία και δεν εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
Μια εμβληματική εξαγορά, λοιπόν, σε ένα υψηλό για την εγχώρια οικονομία τίμημα, πετυχαίνει δύο πράγματα συγχρόνως, σε ό,τι αφορά την αντίληψη που έχουμε για την ανάληψη ρίσκου. Αφενός, καθιστά σαφές ότι αυτή μπορεί να επιβραβευθεί και με το παραπάνω, όταν οι συνθήκες είναι οι ενδεδειγμένες. Αφετέρου, και στο βαθμό που αναδεικνύονται πέρα από το υψηλό τίμημα και ο κόπος, οι δυσκολίες, ακόμη και οι προηγούμενες «αποτυχίες» των ανθρώπων που πέτυχαν κάτι τόσο εντυπωσιακό, απενοχοποιείται λίγο-λίγο και η αποτυχία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η νοοτροπία ότι «και να αποτύχεις δεν έγινε κάτι, αντιθέτως, μπορείς να μάθεις από την εμπειρία και να είσαι πιο έτοιμος να πετύχεις την επόμενη φορά», αλλά και η διαμόρφωση ενός συστήματος που είναι εκεί «για να σε ξαναστηρίξει να ξαναπροσπαθήσεις», αναφέρθηκαν από πολλούς από τους συνομιλητές μας ως κομβικά στοιχεία για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, και δη στα τεχνολογικά startups που χαρακτηρίζονται από ακόμη υψηλότερο ρίσκο.
Στη Silicon Valley «η αποτυχία είναι παράσημο», μας θυμίζει ο Ανδρέας Σταυρόπουλος, Partner στο αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο Threshold Ventures. «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν προσπαθήσει και αποτύχει πολλές φορές, και στο τέλος τα καταφέρνουν. Λαμβάνουν χρηματοδότηση, τους ανοίγονται πόρτες. Αυτή η νοοτροπία δεν έχει χτιστεί σε μια μέρα εκεί. Η Silicon Valley προσελκύει κόσμο ακριβώς για αυτόν τον λόγο, γιατί μπορείς να προσπαθήσεις.»
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αρκετές εταιρείες τεχνολογίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα πετυχημένες. Ο Νίκος Μωραϊτάκης, συνιδρυτής και CEO μιας εξ αυτών, της Workable, που προσφέρει την καινοτόμα πλατφόρμα της για προσλήψεις προσωπικού στην παγκόσμια αγορά, εκτιμά ότι αυτή η πρώτη σοδειά επιτυχημένων startup εταιρειών κάνει ανθρώπους να θεωρούν ότι μπορούν κι εκείνοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. «Μπορεί αυτός ο μιμητισμός να δημιουργεί κακές μόδες, όπως το ‘frozen yogurt’ στη χώρα μας πριν κάποια χρόνια, αλλά σε γενικές γραμμές, μέσα από αυτόν δημιουργούνται επιχειρήσεις. Όταν μια επιχείρηση πάει καλά, δουλεύει, φέρνει χρήματα, συνήθως εκπαιδεύει ανθρώπους και δημιουργεί νέες ‘νόρμες’.»
Άλλο ένα τρανταχτό όφελος των εξαγορών για το εγχώριο οικοσύστημα είναι η επιβεβαίωση που αποτελούν ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις στην Ελλάδα ωριμάζουν και αποφέρουν καρπούς σε όσους επενδύουν σε αυτές νωρίς. Έτσι, προσελκύουν το ενδιαφέρον περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων, αποφέροντας επίσης σημαντικά κεφάλαια και στους ιδρυτές τους, που συχνά επενδύουν οι ίδιοι σε άλλες επιχειρηματικές προσπάθειες, φέρνοντας μαζί τους και τη σημαντική τεχνογνωσία που συγκέντρωσαν ως επιχειρηματίες.
Η πρωτοβουλία του EquiFund και τα venture capital funds που έχουν δημιουργηθεί χάρη σε αυτό, η ενδυνάμωση της καινοτομίας και το ολοένα βελτιούμενο ανθρώπινο τεχνολογικό δυναμικό, είναι παράμετροι που διαμορφώνουν νέους όρους στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όμως, είναι σημαντικό να μεγαλώσει ακόμη παραπάνω η επενδυτική κοινότητα στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τους angel investors ή «επενδυτικούς αγγέλους», που είναι έμπειροι επενδυτές ή ομάδες επενδυτών οι οποίοι επενδύουν τα δικά τους κεφάλαια σε startups, υπάρχει σίγουρα περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης της δραστηριότητάς τους, διαπιστώνειο Απόστολος Αποστολάκης, ιδρυτής και Partner στη VentureFriends. «Νομίζω ότι είναι κάτι πολύ χρήσιμο και πολύ δημιουργικό», συμπληρώνει. Πολλές από τις επενδύσεις του ιδίου αλλά και της VentureFriends τα τελευταία χρόνια είναι συνώνυμες με τις πιο εμβληματικές ιστορίες επιτυχίας που έχουν βγει από το ελληνικό οικοσύστημα, όπως η Beat, το efood και, πιο πρόσφατα, η InstaShop.
Βλέπουμε πολύ δυνατά angel οικοσυστήματα σε άλλες χώρες. Το ‘angel investing’ προσφέρει εμπειρία, επομένως μπορεί να προσφέρει καλές πρακτικές. Ένας angel investor έχει ένα δικό του δίκτυο, άρα μπορεί να υποστηρίξει μέσα από τις δικές του γνωριμίες το business development μιας startup, να ενισχύσει το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και να συμβάλει στην ωρίμανση μιας εταιρείας ώστε να έρθουν και άλλοι επενδυτές», καταλήγει.
Καθώς μια επιχείρηση που εξαγοράζεται ή απορροφάται, στη νέα της θέση μέσα σε ένα μεγαλύτερο σχήμα, εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά, δημιουργεί σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, συχνά υψηλού επιπέδου. Μεγαλώνει έτσι, μαζί με την ίδια την εταιρεία που εξαγοράστηκε, και το οικοσύστημα από το οποίο προήλθε. Εδώ μάλιστα συχνά επιβεβαιώνεται και ένας άλλος κανόνας, που λέει ότι το 60-80% των νέων θέσεων εργασίας μιας οικονομίας δημιουργείται από μόλις το 5-10% των εταιρειών, των λεγόμενων scale-ups, εταιρειών δηλαδή που αναπτύσσονται σε δυναμικό άνω των 250 εργαζομένων.
Πρόκειται για τεχνολογικές εταιρείες που κάποτε ήταν startups, όμως πλέον έχουν αποκτήσει μέγεθος και υπόσταση, εκατοντάδες εργαζόμενους, σοβαρή τεχνογνωσία, σε λειτουργικό και τεχνολογικό επίπεδο, και είναι πλέον σε θέση να λειτουργήσουν οι ίδιες ως «εκκολαπτήρια» ιδεών και επιχειρήσεων. Τέτοιες εταιρείες μεγαλώνουν σημαντικά, όχι απαραίτητα μέσα από μια εξαγορά – εδώ επιβεβαιώνεται και η άποψη ότι το exit δεν είναι ο μόνος «προορισμός» επιτυχίας – αλλά συχνά βασιζόμενες στις δικές τους δυνάμεις και στην εμπιστοσύνη που τους δείχνει η επενδυτική κοινότητα και οι πελάτες τους.
Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικής scale-up είναι η Upstream, η ελληνική εταιρεία που ιδρύθηκε από τον Μάρκο Βερέμη και τον Αλέξη Βρατσκίδη και κατάφερε να γίνει μια απο τις πιο επιτυχημένες εταιρείες mobile marketing στον κόσμο. Οι ιδρυτές της, αλλά και πολλά από τα στελέχη της, έχουν έκτοτε δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό αποτύπωμα στο ελληνικό οικοσύστημα. Η Endeavor χαρτογράφησε και απέδωσε σχηματικά το μέχρι τώρα αποτύπωμα του Μάρκου Βερέμη, που πέρα από συνιδρυτής και Εκτελεστικός Πρόεδρος της Upstream είναι επίσης Partner στο venture capital fund BigPi.
Το γράφημα αυτό δείχνει ξεκάθαρα τη σημασία της επιτυχίας των scale-ups για την επενδυτική δραστηριότητα στο οικοσύστημα. Μιλώντας όμως με τον Μάρκο Βερέμη, διαπιστώνει κανείς πόσο σημαντικό ρόλο μπορούν επίσης να παίξουν ελληνικές scale-up εταιρείες – όπως η Blueground, η Workable και η Skroutz – στη διαμόρφωση υψηλού επιπέδου στελεχιακού δυναμικού. «Οι εταιρείες αυτές δημιουργούν τα στελέχη που θα τροφοδοτήσουν το οικοσύστημα», εξηγεί. Όπως άλλωστε επισήμανε και ο Αμερικανός venture capitalist Alex Lazarow, όταν κλήθηκε να μιλήσει σε εκδήλωση της Endeavor Greece (“Redefining Innovation Outside Silicon Valley” – 27/1/21), ένα από τα πράγματα που πραγματικά βάζουν οικοσυστήματα startup σε μια επόμενη φάση ανάπτυξης είναι «το να καταφέρνουν να κάνουν μεσαίες εταιρείες τεράστιες».
Η ξενάγηση στον κόσμο των τεχνολογικών exits από τον Μάρκο Βερέμη δίνει μια αρκετά σαφή εικόνα της επόμενης ημέρας για όσες startups είναι έτοιμες να διαπραγματευτούν την εξαγορά τους. Τα στοιχεία είναι σίγουρα ενθαρρυντικά. Έστω κι αν, όπως επισημαίνει ο Partner στη Marathon VC Πάνος Παπαδόπουλος «προφανώς πρέπει να κάνουμε κάποια exits – 5 με 6 ύψους 100 εκατομμυρίων, άλλα 3 με 4 των 300 εκατομμυρίων – για να βρούμε το βηματισμό μας» ως οικοσύστημα.
Τέλος, ένας από τους πλέον ενδεδειγμένους και αποτελεσματικούς τρόπους να τροφοδοτείται ο κύκλος της ανάπτυξης είναι και το σωστό “storytelling”, το αφήγημα της χώρας, κάτι στο οποίο όλοι οι συνομιλητές μας φάνηκε να διαπιστώνουν ότι πάσχουμε. «Χρειάζεται λίγος ακόμη χρόνος για να προσελκύσουμε διεθνείς επενδυτές. Πρέπει να αναδείξουμε τα stories που έχουμε στην Ελλάδα», αναφέρει ο Απόστολος Αποστολάκης. «Προφανώς χρειάζεται ανάδειξη όλων των success stories. Πρέπει να λέγονται αυτές οι ιστορίες, πώς έφτασαν αυτοί οι άνθρωποι στο σημείο αυτό. Όσο περισσότερο υπάρχει αυτή η συζήτηση για την επιχειρηματικότητα και τα αποτελέσματά της, τόσο περισσότερο θα εμπνευστούν άλλοι και θα έρθει ως κάτι φυσικό να επιχειρήσουν κάτι ανάλογο.»
Ο Ηλίας Κορώσης, Partner και Head of Growth Investing and Strategy του private equity fund Hermes GPE, που συντόνισε εκδήλωση της Endeavor Greece (“Rethink: Greece As A Top Destination For New Foreign Direct Investment” – 17/2/21), επισήμανε τη σημασία του να υπάρχουν απτά, κοντινά παραδείγματα, ώστε περισσότεροι άνθρωποι να βλέπουν ένα μέλλον στο χώρο της τεχνολογικής επιχειρηματικότητας. «Δεν αρκεί να πεις σε κάποιον ότι μπορεί να έχει μια υπέροχη καριέρα στο Palo Alto, γιατί αυτό το αισθάνεται πολύ μακρινό. Όμως, αν ο/η σύντροφός του, ο ξάδερφος ή ο αδερφός του έχει δουλειά σε μια υψηλής ανάπτυξης εταιρεία τεχνολογίας που επεκτείνεται γρήγορα, ξαφνικά το να γίνει τεχνολόγος, να γίνει venture capitalist, να γίνει κάποιος που εμπλέκεται σε αυτό το οικοσύστημα, γίνεται πολύ πιο προσιτό.»
Εξίσου σημαντικό είναι να γίνεται ευρέως γνωστό το πώς επιδρούν οι άνθρωποι πίσω από τα “success stories” στο ευρύτερο οικοσύστημα μετά από μια εξαγορά. Η συστηματική ανακύκλωση ανθρώπων και κεφαλαίων προκαλεί τις ζυμώσεις εκείνες που οδηγούν το περίφημο multiplier effect της τεχνολογικής επιχειρηματικότητας, όπως είδαμε στην περίπτωση του Μάρκου Βερέμη. Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του multiplier effect σε δράση είναι και αυτό του Νίκου Δρανδάκη, ιδρυτή της Beat, η εξαγορά της οποίας από τη γερμανική Daimler αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα ελληνικά success stories της τελευταίας δεκαετίας. Κάποια χρόνια μετά την εξαγορά της Beat, ο Νίκος Δρανδάκης ξεκίνησε μια νέα εταιρεία, τη Sync, με μέλη της ομάδας που είχε χτίσει στην Beat, αυτή τη φορά στον κλάδο της υγείας.
Αναφερόμενος σε πραγματικά καλές επιχειρηματικές ειδήσεις που συμβαίνουν αλλά δεν δημοσιοποιούνται, γιατί δεν υπάρχει η εστίαση σε αυτού του είδους τις ιστορίες, ο Πάνος Παπαδόπουλος της Marathon VC επισημαίνει την αναγκαιότητα αποτύπωσης των στενών δεσμών που υπάρχουν ανάμεσα στις εταιρείες που απαρτίζουν το ίδιο το οικοσύστημα, κάτι που θα επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη του αφηγήματος γύρω από αυτό. «Δεν έχουμε διαβάσει ποτέ ότι η τάδε εταιρεία μεγάλωσε το προσωπικό της κατά 300% ή βοήθησε 6-7 εταιρείες να κάνουν το ίδιο πράγμα. Αυτό θα ήταν ένα πολύ καλό story το οποίο, όμως, λείπει από τη συζήτηση.» Η έκθεση που κρατάτε στα χέρια σας αυτό προσπαθεί να διορθώσει.