Είναι άλλωστε ένας άνθρωπος που δεν σταματά να ενημερώνεται για το πού κινείται ο κόσμο και η αγορά, ποιες ευκαιρίες γεννιούνται, να παρακολουθεί ανθρώπους από τις οποίες εμπειρίες των οποίων μπορεί να αντλήσει πολύτιμες συμβουλές. Αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα του ήταν καθοριστικό για να μπει στο επιχειρείν τη δεκαετία του 1980 και να μην σταματήσει έως σήμερα να κάνει βήματα και άλματα.
Στο podcast της Endeavor «Outliers» με media partner το MoneyReview αφηγείται πώς ξεκίνησε την καριέρα του στο χώρο της τεχνολογίας ως αυτοδίδακτος προγραμματιστής, μοιράζεται τις σκέψεις του για την άνοδο της Taxibeat, που είναι πια σήμερα Beat έχοντας περάσει στον έλεγχο του γερμανικού κολοσσού Daimler, για τις ευκαιρίες, που κυνήγησε και τα λάθη που έκανε. Και έχοντας αποχωρήσει από την εταιρεία τον Αύγουστο του 2020, δηλώνει έτοιμος για την επόμενη προσπάθεια.
Ο Νίκος ξεκίνησε το Taxibeat το 2011 και κατάφερε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση 7 εκατ. ευρώ και να το επεκτείνει σε μεγάλες αγορές της Νότιας Αμερικής, όπως το Περού, το Μεξικό, η Αργεντινή και άλλες. Σήμερα είναι μία εταιρεία που απασχολεί περισσότερους από 800 ανθρώπους παγκοσμίως, ενώ μέσα στο 2020 ξεπέρασε το όριο του 1 εκατ. διαδρομών την ημέρα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τη δεκαετία του 1980 σκέφτηκε να κάνει τη δική του επιχείρηση, αλλά είχε γρήγορη πρόσβαση στην βιοτεχνία υποδημάτων των γονιών του. Την ανέλαβε μαζί με τον αδερφό του και την μετέτρεψαν σε εργοστάσιο παραγωγής υποδημάτων απευθυνόμενο στη νεολαία. Αυτή η διαδρομή κράτησε 15 χρόνια και είχε μεγάλη επιτυχία έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τότε ήταν που ο κλάδος ένδυσης- υπόδησης δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στην Ευρώπη από την άνοδο της Κίνας και των εξαγωγών της.
Την ίδια εποχή εκείνος άρχισε να μαγεύεται από τον κόσμο του ίντερνετ και τις δυνατότητές του. «Κατάλαβα ότι θα δημιουργήσει μεγάλες αγορές. Άρχισα να ερωτεύομαι βαθιά το ίντερνετ και τις προοπτικές που ανοίγει» λέει. Έμαθε μόνος του να γράφει κώδικα αγοράζοντας σχετικά βιβλία και το 1999 αποφάσισε να δημιουργήσει μία startup με αντικείμενο το να φέρνει σε επικοινωνία προμηθευτές και αγοραστές. Γεννήθηκε έτσι η πλατφόρμα Suppline.
Απευθύνθηκε στο venture capital της Εθνικής Τράπεζας, στο οποίο υπεύθυνος ήταν τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση. Δεν πήραμε τελικά τη χρηματοδότηση, αλλά είχα πάρει πολύ καλό feed» θυμάται. Αποφάσισε να πουλήσει την εταιρεία και άρχισε να εργάζεται ως προγραμματιστής. Η ιδέα για να φτιάξει και πάλι κάτι δικό του ήρθε το 2004. Με το τσουνάμι στη ΝΑ Ασία είχαμε την έκρηξη των blogs ως μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τότε δημιούργησε το blogpost και έγραφε για θέματα τεχνολογίας απευθυνόμενος σε ελληνικό κοινό.
Το 2006 ήταν η ώρα για ένα νέο εγχείρημα. Μαζί με δύο φίλους, έναν designer και έναν προγραμματιστή έφτιαξαν το sync.gr, ένα blog aggregator που μετεξελίχθηκε σε υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης στην Ελλάδα. Αν και είχε επιτυχία ύστερα από δύο χρόνια δεν είχε φέρει ακόμη κέρδος. Η εποχή ήταν πολύ διαφορετική.
Η επόμενη ιδέα ήρθε όταν ο Στιβ Τζομπς παρουσίασε το iPhone. Κατάλαβε ότι πρέπει να εστιάσει στις υπηρεσίες και κάπως έτσι ήρθε η ιδέα για το Taxibeat στα τέλη του 2010. Η εφαρμογή βγήκε στην αγορά τον Μάιο του 2011 με αρχική χρηματοδότηση από το Openfund και πολύ γρήγορα όλοι μιλούσαν για αυτήν. Ήρθε όμως αντιμέτωπη με μία τρίμηνη απεργία των ταξί, που αντιδρούσαν στην απελευθέρωση της αγοράς. «Τον Αύγουστο ήμουν σίγουρος ότι μάλλον πάμε για κλείσιμο. Κατάφερα να την κρατήσω όρθια έως τον Σεπτέμβριο και άρχισε να επανέρχεται η αγορά σιγά- σιγά» αφηγείται. Αντλήθηκαν πολύτιμα κεφάλαια τότε και έκτοτε δεν αντιμετώπισε ποτέ πρόβλημα επιβίωσης.
Καθώς μέσα όπως το BBC και το Bloomberg ήθελαν να μάθουν για το ελληνικό success story εν μέσω κρίσης, πολλοί Έλληνες του εξωτερικού μάθαιναν για το TaxiBeat. Η πιο ενδιαφέρουσα πρόταση για συνεργασία ήρθε από τη Βραζιλία, μία τεράστια αγορά. Οι ενδιαφερόμενοι εκεί μπορούσαν να επενδύσουν κεφάλαια και γνώριζαν την αγορά. Ύστερα από 1,5 χρόνο επιτυχίας στη βραζιλιάνικη αγορά άρχισαν τα νούμερα να σταθεροποιούνται και τελικΕνα πέφτουν. Η απόσταση αποδείχθηκε πρόβλημα, καθώς η τοπική ομάδα εκεί δεν παρακολουθούσε την αγορά και δεν κατανοούσε τις κινήσεις των ανταγωνιστών. Αντιθέτως η εμπειρία στο Περού ήταν πολύ καλύτερη. Πρόκειται για μία αγορά με κερδοφορία, την οποία δεν έχουμε δει ακόμη στην Ευρώπη.
Όταν το 2016 η Daimler έκανε την πρότασή της η εταιρεία ήταν ήδη πολύ δυνατή. Ειδικά η επιτυχία στην αγορά του Περού έπεισε τους Γερμανούς να αγοράσουν ολόκληρη την εταιρεία και όχι να τη σπάσουν σε κομμάτια. Αρχικά ο Νίκος Δρανδάκης παρέμεινε σε αυτή και το έκανε για την ομάδα του, τους ανθρώπους με τους οποίους την έχτισαν. Η απόφαση της αποχώρησης ήρθε μετά και το πρώτο κύμα της πανδημίας, τον Αύγουστο το 2020.
«Παραμένω πάντα επιχειρηματίας» τονίζει. Δεν αποκαλύπτει τι είναι αυτό που σχεδιάζει. Αλλά σημειώνει πως θέλει να είναι κάτι μεγάλο, με το οποίο θα μπορεί να προσφέρει στον τόπο.